- υδροπνευματικός
- -ή, -ό, Ναυτός που λειτουργεί με νερό και πεπιεσμένο αέρα («υδροπνευματική τροχοπέδη»).[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydropneumatic (< υδρ[ο]-* + πνευματικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Δ. Νίτσο].
Dictionary of Greek. 2013.